Στην πρέσα της ΕΚΤ οι ελληνικές τράπεζες!


Σε νέα φάση εισέρχεται από την Πέμπτη η κρίση ρευστότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που εξακολουθεί να βρίσκει ερμητικά κλειστές τις πόρτες των αγορών και παραμένει εξαρτημένο από την ΕΚΤ για την κάλυψη των αναγκών του: η ΕΚΤ ανακοινώνει τους νέους κανόνες παιχνιδιού για τη χρηματοδότηση των εξαρτημένων τραπεζών της ευρωζώνης, που έχουν σχεδιασθεί για να ανταποκριθούν στο πρόβλημα των ιρλανδικών τραπεζών, αλλά δημιουργούν νέα δεδομένα και για τις ελληνικές.
Σύμφωνα με διαρροές από τους κύκλους της Φραγκφούρτης σε διεθνή ειδησεογραφικά μέσα, την Πέμπτη, παράλληλα με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των τεστ αντοχής των ιρλανδικών τραπεζών, η ΕΚΤ θα παρουσιάσει το νέο μηχανισμό στήριξης, ο οποίος θα καλύπτει τις ανάγκες ρευστότητας των «προβληματικών» τραπεζικών συστημάτων της περιφέρειας της ευρωζώνης, οι οποίες θα τοποθετηθούν σε ειδικό καθεστώς «καραντίνας» από την ΕΚΤ, ώστε να ασκήσει ανεμπόδιστα κατά τα λοιπά την αντιπληθωριστική νομισματική πολιτική της.
Το νέο μοντέλο χρηματοδότησης, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει και τις εκτιμήσεις αναλυτών μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, θα κάνει αυστηρό διαχωρισμό ανάμεσα στις ευρωπαϊκές τράπεζες που έχουν χαμηλό βαθμό εξάρτησης από την ΕΚΤ και στις εξαρτημένες, οι οποίες θα συνεχίσουν να υποστηρίζονται χρηματοδοτικά, αλλά για αυτή τη στήριξη η Φραγκφούρτη θα επιβάλει τους δικούς της κανόνες, πιέζοντας για την επιτάχυνση της εξυγίανσης των τραπεζικών συστημάτων της περιφέρειας και, γενικότερα, των πιο αδύναμων τραπεζών, που δυσκολεύονται να αντλήσουν ρευστότητα από την αγορά (ανάμεσά τους περιλαμβάνονται ακόμη και γερμανικές τράπεζες).
 Ο γενικός κανόνας που αναμένεται ότι θα ανακοινώσει η ΕΚΤ είναι ότι περιορίζονται τα  μέτρα στήριξης των τραπεζών με χρηματοδοτήσεις μεγάλης διάρκειας (μέχρι τριών μηνών). Τα μέτρα αυτά είχαν καθιερωθεί όταν ξέσπασε η κρίση, μετά την κατάρρευση της Lehman, και η ΕΚΤ τα έχει περιορίσει το τελευταίο διάστημα, όσο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα σταθεροποιείται και η οικονομία της ευρωζώνης (τουλάχιστον των ισχυρών χωρών του Βορρά) εισέρχεται σε τροχιά ανάκαμψης.
Έτσι, οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν θα έχουν στο εξής τη δυνατότητα να αντλούν ρευστότητα μεγάλης διάρκειας χωρίς περιορισμούς. Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι θα διατηρηθούν σε πρώτη φάση αυτές οι χρηματοδοτήσεις, αλλά θα παρέχονται ανάλογα με το μέγεθος του ισολογισμού κάθε τράπεζας και όχι απεριόριστα, όπως συμβαίνει σήμερα. Ένα όριο που θα μπορούσε να τεθεί σε αυτές τις χρηματοδοτήσεις θα ήταν να μην υπερβαίνουν το 5% των συνολικών υποχρεώσεων.

Όσες τράπεζες, όπως οι ιρλανδικές και οι ελληνικές, έχουν ανάγκη πρόσθετη ρευστότητα, πέραν των ορίων που δικαιολογεί ο ισολογισμός τους, θα υποχρεώνονται πιθανότατα να τη ζητούν από τον ειδικό μηχανισμό της ΕΚΤ, που θα χρηματοδοτεί με διαφορετικούς όρους τις τράπεζες με προβλήματα ρευστότητας. Μια πιο ήπια εκδοχή αυτού του σεναρίου θα ήταν, σύμφωνα με αναλυτές, να προσφεύγουν σε αυτό το μηχανισμό μόνο οι τράπεζες που βρίσκονται σε διαδικασία αναδιάρθρωσης υπό την εποπτεία των εθνικών αρχών (στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτό «φωτογραφίζει» μόνο την ATEbank, που δεν πέρασε τα τεστ αντοχής του περασμένου καλοκαιριού και βρίσκεται σε διαδικασία εποπτευόμενης από την Κομισιόν αναδιάρθρωσης και κεφαλαιακής ενίσχυσης).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πολλών αναλυτών, όσες τράπεζες υποχρεώνονται να προσφεύγουν στο νέο χρηματοδοτικό μηχανισμό της ΕΚΤ θα καλούνται να παρουσιάζουν ένα σχέδιο ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους βάσης, περιορισμού των χρηματοδοτικών και επενδυτικών τους ανοιγμάτων και σταδιακής μείωσης των χρηματοδοτήσεων που λαμβάνουν από την ΕΚΤ. Με τον τρόπο αυτό, η ΕΚΤ θα ενισχύσει την επιρροή της σε θέματα εποπτείας, που ως τώρα ανήκουν στη σφαίρα ευθύνης των εθνικών εποπτικών αρχών και θα «σπάσει αυγά» για να προχωρήσει ταχύτερα η εξυγίανση των ασθενέστερων τραπεζών της ευρωζώνης.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η ΕΚΤ είναι έντονα προβληματισμένη από την αδυναμία των ελληνικών τραπεζών να απεξαρτηθούν με ταχύτερους ρυθμούς από τις χρηματοδοτήσεις της, οι οποίες εξακολουθούν να βρίσκονται σε επίπεδα άνω των 95 δις. ευρώ, που αντιστοιχούν σε ποσοστό κοντά στο 20% των συνολικών παροχών ρευστότητας από την ΕΚΤ στις ευρωπαϊκές τράπεζες. Στην ΕΚΤ αναγνωρίζουν ότι σε μεγάλο βαθμό αυτή η αδυναμία συνδέεται με το συνεχιζόμενο αποκλεισμό του Ελληνικού Δημοσίου από την αγορά ομολόγων, η οποία συμπαρασύρει στο περιθώριο και τις ελληνικές τράπεζες, αλλά δεν παύουν να εκτιμούν ότι το πρόβλημα της εξάρτησης είναι σοβαρό και θα πρέπει να αντιμετωπισθεί.
Δεν είναι τυχαίο ασφαλώς, ότι το υπουργείο Οικονομικών υποχρεώθηκε από την τρόικα να συνοδεύσει με αυστηρότερους όρους το νέο «πακέτο» εγγυήσεων, ύψους 30 δις. ευρώ, που θα προσφέρει στις τράπεζες. Στη σχετική νομοθετική ρύθμιση, που κατατίθεται τις επόμενες ημέρες στη Βουλή, ορίζεται, ότι: «προϋπόθεση για την παροχή του πρόσθετου ποσού ενίσχυσης ύψους 30 δις, αποτελεί η υιοθέτηση και εφαρμογή σχεδίων για μεσοπρόθεσμες ανάγκες χρηματοδότησης ανά πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο βεβαιώνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προετοιμασία, η ολοκλήρωση και η εφαρμογή των εν λόγω σχεδίων, τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος και προϋποθέτουν την έγκριση της ίδιας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο».