Τα υψηλά ελλείμματα του ΔΕΣΜΗΕ, που ξεπερνούν τα 200 εκατ. ευρώ, δυσκολεύουν τον διαχωρισμό της ΔΕΗ

ENA ακόμη μείζονος σημασίας ζήτημα που σχετίζεται με την «πυρήνα» της πολιτικής της για την «πράσινη ανάπτυξη» καλείται να διαχειριστεί η κυβέρνηση και ειδικότερα η υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Τίνα Μπιρμπίλη στο πλαίσιο της τελικής διαμόρφωσης του νομοσχεδίου με το οποίο θα υιοθετηθεί το τρίτο ενεργειακό πακέτο στην αγορά ηλεκτρισμού. Ο λόγος για το έλλειμμα του ΔΕΣΜΗΕ που ανερχόταν σε 200 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2010 και το οποίο οφείλεται στο γεγονός ότι το τέλος Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας δεν επαρκεί για την κάλυψη της διαφοράς μεταξύ της οριακής τιμής του συστήματος (χονδρική τιμή ρεύματος) και της εγγυημένης τιμής με την οποία πωλούν στο σύστημα την ενέργεια που παράγουν οι σταθμοί ΑΠΕ.
Το πρόβλημα που είναι ήδη γνωστό και μέχρι πρότινος αντιμετωπιζόταν με αυξήσεις του τέλους ΑΠΕ που καταβάλλουν όλοι οι τελικοί καταναλωτές, προβλέπεται να διογκωθεί παράλληλα με την αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο. Ο προβληματισμός σε σχέση με τις δυνατότητες να συνεχιστεί η μετακύλισή του στους τελικούς καταναλωτές εντείνονται από το γεγονός ότι μετά το 2013 το κόστος του ρεύματος θα επιβαρυνθεί και με το επιπλέον κόστος των δικαιωμάτων ρύπων. Μάλιστα αυτό το δεύτερο κόστος υπολογίζεται ότι θα οδηγήσει σε αύξηση της τάξης του 42% τη χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος το 2020, σε σχέση με το 2010.
Σύμφωνα με έγκυρες εκτιμήσεις, το έλλειμμα του ΔΕΣΜΗΕ, που όπως προαναφέρθηκε ήταν 200 εκ ευρώ στο τέλος του 2010, αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο κατά περίπου 8 εκ. ευρώ κάθε μήνα και θα ανέλθει σε 350 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2011.

Oπως είναι γνωστό το κόστος της ενέργειας που παράγεται από αιολικά και πολύ περισσότερο από φωτοβολταϊκά πάρκα, είναι κατά πολύ υψηλότερο από τη χονδρική τιμή του ρεύματος όπως αυτή διαμορφώνεται από τους συμβατικούς σταθμούς παραγωγής. Προκειμένου να καλυφθεί η διαφορά αυτή και στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής για την προώθηση των ΑΠΕ, έχει υιοθετηθεί το τέλος ΑΠΕ, που με βάση την τελευταία σχετική απόφαση της κ. Μπιρμπίλη ανέρχεται σε 5,57 ευρώ ανά MWh, χωρίς ωστόσο να επαρκεί για να καλύψει τη διαφορά, αφού η οριακή τιμή του συστήματος κυμαίνεται στα 50-60 ευρώ ανά MWh, τη στιγμή που η αιολική ισχύς αγοράζεται από το σύστημα κατά 87,85 ευρώ ανά MWh, ενώ η τιμή της ισχύος από τα φωτοβολταϊκά είναι 419,43 ευρώ ανά MWh για τα μικρά συστήματα των 100 kW και 372,83 ευρώ ανά MWh για τα μεγαλύτερα συστήματα.
Oλο αυτό το σκηνικό έχει μετατρέψει τον λογαριασμό ΑΠΕ που χειρίζεται σήμερα ο ΔΕΣΜΗΕ σε «μπαλάκι» που κανείς δεν θέλει να πάρει στα χέρια. Η ΔΕΗ, στη θυγατρική της οποία ΑΔΕΣΜΗΕ Α.Ε. θα μεταβιβαστεί η πλειονότητα των αρμοδιοτήτων και των λειτουργιών του ΔΕΣΜΗΕ, στο πλαίσιο του τρίτου ενεργειακού πακέτου, δηλώνει κατηγορηματικά και σε όλους του τόνους ότι δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να αναλάβει αυτή την επιβάρυνση.
Aλλη πιθανή λύση θα ήταν η ενσωμάτωση του λογαριασμού των ΑΠΕ στη νέα εταιρία ΛΑΓΗΕ Α.Ε., που θα αναλάβει τη διαχείριση της ημερήσιας αγοράς (system operator) και θα είναι κατά 100% ελεγχόμενη από το Δημόσιο. Ωστόσο η συγκεκριμένη εταιρία προβλέπεται να έχει ιδιαίτερα μικρό μετοχικό κεφάλαιο και μόλις πέντε έως δέκα εργαζόμενους και κρίνεται μάλλον δύσκολο να «σηκώσει» από τη γέννησή της έλλειμμα της τάξης των 200 εκατ. ευρώ που θα βαίνει αυξανόμενο.
Oσο δε για την πρόταση που έχει υποβληθεί από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και έχει υιοθετηθεί από την υπουργό Περιβάλλοντος για πώληση δικαιωμάτων ρύπων προκειμένου να καλυφθεί το σύνολο ή έστω μέρος του ελλείμματος του ΔΕΣΜΗΕ, φαίνεται ότι προσκρούει στον σκεπτικισμό του Yπουργείου Οικονομικών που «μελετάει» εδώ και μήνες τη σχετική υπουργική απόφαση χωρίς ωστόσο να την εγκρίνει αφού θα σημάνει απώλεια εσόδων για το Δημόσιο.
Η υπόθεση του τέλους ΑΠΕ αναδεικνύεται σε έναν ακόμη γόρδιο δεσμό που καλείται να επιλύσει η Τίνα Μπιρμπίλη, με τους μεγάλους καταναλωτές ενέργειας να απαιτούν τη μείωσή του σημειώνοντας τις συνεχείς επιβαρύνσεις του κόστους παραγωγής βιομηχανικών προϊόντων και μερίδα των ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών να θέτουν ζήτημα επιλογής μεταξύ ανανεώσιμης ενέργειας και συμβατικών σταθμών.