Με μισθούς του ’80 και τιμές 2012 θα ζήσουν οι Έλληνες


Με αγοραστική δύναμη του 1980-1985, μέσα στα επόμενα δύο – τρία χρόνια, θα προσπαθούμε να καλύπτουμε τις ανάγκες μας σε προϊόντα και υπηρεσίες που οι τιμές τους θα είναι αυτές του 2012-2013. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα που διαμορφώθηκε οριστικά μετά τις αποφάσεις των ηγετών των 17 χωρών της Ευρωζώνης στο πρόσφατο, έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής των Βρυξελλών της περασμένης Παρασκευής, όπως την υπολογίζουν οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πρόκειται για ένα Συμβούλιο Κορυφής που δείχνει πολλά πράγματα, το κυριότερο των οποίων είναι πως η ελληνική κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, που πήρε μέρος σ’ αυτό μαζί με τον ΥΠΟΙΚ Γ. Παπακωνσταντίνου, έχουν ευθυγραμμισθεί πλήρως με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές της γαλλογερμανικής ηγεσίας της Ένωσης.


Οι δηλώσεις τους περί δήθεν ικανοποίησης των ελληνικών αιτημάτων στο συμβούλιο αυτό εξηγούνται αν συνδυασθούν με τη μεγάλη χαρά που έδειξαν τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός των Οικονομικών μετά τη λήξη των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, χαρά μαζί με ανακούφιση, έλεγαν όσοι τους είδαν εκείνη την προχωρημένη ώρα της νύχτας στις Βρυξέλλες.
Το πόσο έχει αφομοιώσει τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση και «επίλυση» των οικονομικών προβλημάτων ο ΥΠΟΙΚ κ. Παπακωσταντίνου, φαίνεται και από τη δήλωσή του μετά τη λήξη του Eurogroup της περασμένης Δευτέρας για τη συγκεκριμενοποίηση των αποφάσεων του Συμβουλίου Κορυφής, όταν διαβεβαίωσε πως ελήφθη «μια καλή απόφαση, μια απόφαση που θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής κρίσης»…
Κανείς δεν τον ρώτησε, κανείς δεν τον ανάγκασε να κάνει αυτή τη δήλωση που τον φέρνει δίπλα-δίπλα με την αμερικανοτραφή Γαλλίδα και τον δεξιότατο Γερμανό ομόλογό του, Κ. Λαγκάρντ και Β. Σόιμπλε. Είναι προφανές ότι πιστεύει σ’ αυτή τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία κι ότι δεν έχει καμία απολύτως σχέση ο ίδιος ούτε καν με την πιο δεξιόστροφη σοσιαλδημοκρατία.
Η στενή και συστηματική παρακολούθηση των επιλογών και των λόγων του Γ. Παπακωσταντίνου θα χρησιμεύσουν πολύ, όταν έλθει η ώρα, στην εκτίμηση της βαρύτητας μιας προσωπικότητας με μεγάλες πολιτικές φιλοδοξίες. Από τα πιο ενδιαφέροντα συμπεράσματα που μπορεί να συναχθούν από αυτό το συμβούλιο είναι η απόφαση των “17” να μπορεί να δανειοδοτεί για την έκδοση ομολόγων τις χώρες εκείνες που το έχουν ανάγκη και το προσωρινό Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Στήριξης.
Αυτό ακριβώς δείχνει τον τεράστιο φόβο που υπάρχει να καταρρεύσει μέσα στα δύο επόμενα χρόνια η οικονομία μίας ή περισσοτέρων από τις χώρες που βρίσκονται σήμερα σε κρίση -χρέους, οικονομική, τραπεζική κ.λπ.- και να δημιουργηθεί η ανάγκη χρήσης δραστικών μέτρων για τη διάσωσή τους. Αυτός ο φόβος διαπερνά τις αποφάσεις των “17” ηγετών, χωρίς φυσικά να αναφέρεται ανοικτά πουθενά στο κείμενο των αποφάσεών τους.
Βεβαίως, μπορεί να πει κανείς πως η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από αυτό τον προσωρινό δανειοδοτικό μηχανισμό διότι καλύπτεται από το Μνημόνιό της. Αυτή όμως η βεβαιότητα δεν έχει στέρεα θεμέλια, έλεγαν οι ίδιες πηγές της Κομισιόν, που έκαναν, και θα συνεχίσουν να κάνουν, τις προσομοιώσεις για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας.
Και τούτο διότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα οι πόροι από την Ένωση και το ΔΝΤ (110 δισ. ευρώ) να μην μπορούν να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες της Ελλάδας πολύ πιο νωρίς από το τέλος του 2012 ή τις αρχές του 2013, ενδεχόμενο που αναδεικνύει την αξία της ύπαρξης του προσωρινού μηχανισμού χρηματοπιστωτικής στήριξης.
Πρέπει ακόμη να αναφέρουμε ότι η Ελλάδα, κυριολεκτικά, στην υποτυπώδη διαπραγμάτευση που έκανε πριν από το έκτακτο Συμβούλιο Κορυφής, είχε ζητήσει τη μείωση του επιτοκίου κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, αίτημα που απορρίφθηκε σχεδόν αυτόματα από τους εταίρους της και την Κομισιόν, που της έδωσαν μείωση κατά 100 μονάδες βάσης και όχι τις 200 που ζητούσε.
Με τις ίδιες «συνοπτικές» διαδικασίες οι κοινοτικοί εταίροι απέρριψαν και το αίτημα της Ελλάδας να μην ισχύσει γι’ αυτήν όσο διαρκεί η περίοδος ανάκαμψης της οικονομίας της (Μνημόνιο κ.λπ.) η υποχρέωση να μειώνει το δημοσιονομικό χρέος της πέραν του 60% του ΑΕΠ της, που της επιτρέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας, κατά 1/20 ετησίως, δηλαδή κατά 5% περίπου, που ισοδυναμεί, ανάλογα με το ποιος κάνει τους υπολογισμούς, σε ένα ποσό που κυμαίνεται μεταξύ 10 και 15 δισ. κάθε χρόνο.