Aλλαγές στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα

Το νομοσχέδιο για την Προπτωχευτική Διαδικασία Εξυγίανσης, το οποίο ουσιαστικά επαναφέρει τις ρυθμίσεις του παλαιού Πτωχευτικού Κώδικα, δόθηκε στη δημοσιότητα από το υπουργείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας προχωρά ουσιαστικά στην ανανέωση των άρθρων 99-106 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007), σε μια βελτιωμένη έκδοση του προϋπάρχοντος άρθρου 44. Εκτίμηση της κυβέρνησης είναι ότι πολλές ρυθμίσεις του άρθρου 99 δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα και ως εκ τούτου προχωρά στην ανανέωσή τους, με στόχο το νέο άρθρο 99 να αποτελέσει μια πραγματική δεύτερη ευκαιρία για τις επιχειρήσεις.

Η σημαντικότερη αλλαγή αφορά το ότι πλέον εισάγεται ο όρος της δέσμευσης των μη συναινούντων πιστωτών, όπως ακριβώς προβλεπόταν και στο άρθρο 44 ν. 1892/1990. Ως απαιτούμενη πλειοψηφία διατηρείται το ποσοστό 60% επί του συνόλου των απαιτήσεων των πιστωτών, που θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει το 40% των εμπραγμάτως ασφαλισμένων.

Ακόμα, σε αντίθεση με το ισχύον άρθρο 99, πλέον η μη τήρηση της συμφωνίας δεν θα αποτελεί αυτόματο λόγο λύσης της, αφού θα δίνεται στα δύο μέρη η δυνατότητα να θέσουν τη μη τήρηση των όρων της ως λόγο καταγγελίας της συμφωνίας ή ως διαλυτική αίρεση.

Επίσης, στο νέο άρθρο 99 θα επιτρέπεται η υπαγωγή και των οφειλετών που βρίσκονται ήδη σε παύση πληρωμών, κάτι που μέχρι σήμερα δεν ίσχυε.

Λαμβάνοντας υπόψη τις αδυναμίες του υπάρχοντος άρθρου 99, η κυβέρνηση προσπαθεί όχι μόνο να άρει όσες ρυθμίσεις εκτιμάται ότι δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, αλλά εισάγει και νέες καινοτομίες με τη φιλοδοξία ότι οι ανανεωμένες διατάξεις θα είναι ένα πραγματικό εργαλείο στα χέρια των επιχειρήσεων που το έχουν ανάγκη.

Επιστροφή στο άρθρο 44

Καταρχάς, εκτίμηση της κυβέρνησης είναι ότι το υπάρχον καθεστώς παρουσιάζει ένα βασικό μειονέκτημα: Ότι η συμφωνία μεταξύ πιστωτών και οφειλέτη, που είναι το αποτέλεσμα της διαδικασίας, δεν δεσμεύει όσους πιστωτές  δεν συναινούν. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και αν όλοι οι πιστωτές αναγνωρίζουν ότι μια ρύθμιση των απαιτήσεών τους είναι προς το συμφέρον όλων, κάθε ένας χωριστά μπορεί να ελπίζει ότι οι λοιποί πιστωτές θα υποστούν το κόστος της ρύθμισης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Εισάγεται λοιπόν εκ νέου ο όρος της δέσμευσης των μη συναινούντων πιστωτών, όπως ακριβώς προβλεπόταν και στο άρθρο 44 ν. 1892/1990. Μάλιστα, διατηρείται ως απαιτούμενη πλειοψηφία το ποσοστό 60% επί του συνόλου των απαιτήσεων των πιστωτών, που θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει το 40% των εμπραγμάτως ασφαλισμένων.

Κατάργση της αυτόματης λύσης της συμφωνίας

Καίριας σημασίας αποτελεί το γεγονός ότι αντίθετα με το ισχύον άρθρο 99, στο ανανεωμένο η μη τήρηση της συμφωνίας δεν θα αποτελεί αυτόματο λόγο λύσης της. Με το σκεπτικό ότι η αυτόματη λύση της συμφωνίας θα επιφέρει το τέλος της επιχείρησης, θα δίνεται στα δύο μέρη η δυνατότητα να θέσουν τη μη τήρηση των όρων της ως λόγο καταγγελίας της συμφωνίας ή ως διαλυτική αίρεση.

Παράκαμψη της στάσης πληρωμών

Μια πολύ σημαντική αλλαγή είναι ότι στο ανανεωμένο άρθρο 99 θα επιτρέπεται η υπαγωγή και των οφειλετών που βρίσκονται ήδη σε παύση πληρωμών, κάτι που μέχρι σήμερα φυσικά δεν ίσχυε. Το σκεπτικό είναι ότι για τους οφειλέτες αυτούς η προπτωχευτική διαδικασία μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα από την πτώχευση.
  
Εφόσον γίνει αποδεκτή η υπαγωγή στη διαδικασία εξυγίανσης, η εξέταση της αίτησης πτώχευσης αναστέλλεται, όπως αναστέλλεται και η εξέταση αιτήσεων πτώχευσης που υποβάλλονται είτα από πιστωτές είτε από τον εισαγγελέα πρωτοδικών.

Σε αυτό το πλαίσιο παρατείνεται και η προθεσμία υποβολής αίτησης πτώχευσης από τον οφειλέτη από 15 σε 30 ημέρες, αφού η συνυποβολή αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία της εξυγίανσης, απαιτεί περισσότερο χρόνο προετοιμασίας από μια απλή αίτηση πτώχευσης

Σημειώνεται ότι για τις επιχειρήσεις των οποίων οι αιτήσεις εκκρεμούν, οι ίδιες θα μπορούν επιλέξουν μεταξύ των παλαιών και των νέων διατάξεων.

Οι ανεπίσημες διαπραγματεύσεις

Με στόχο την εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής ευελιξίας, δίνεται η δυνατότητα στους αντισυμβαλλόμενους να καταλήξουν σε συμφωνία χωρίς επίσημη διαδικασία διαπραγματεύσεων, όπως προέβλεπε και το άρθρο 44. Είναι προφανές ότι στις περιπτώσεις που είναι δυνατή η επίτευξη συμφωνίας με εμπιστευτικές διαπραγματεύσεις, τα μέρη θα την προτιμήσουν, αφού με τον τρόπο αυτό ο οφειλέτης δεν χρειάζεται να δηλώσει στην αγορά τα οικονομικά του προβλήματα, δημιουργώντας το ανάλογο κλίμα αβεβαιότητας.

Όσον αφορά την επίσημη διαπραγμάτευση δίνονται δύο δυνατότητες: α) Η απευθείας σύναψη συμφωνίας από τους πιστωτές και β) σε περίπτωση που υπάρχει μεγάλος αριθμός πιστωτών, η σύγκληση συνέλευσης των πιστωτών.

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το ότι ακόμα και αν τα δύο μέρη έχουν έλθει σε συμφωνία μετά την πάροδο της προθεσμίας, μπορούν να ζητήσουν την άμεση επικύρωσή της.

Υπενθυμίζεται ότι η υφιστάμενη διαδικασία που ακολουθείται έχει ως εξής: Το πτωχευτικό δικαστήριο, εφόσον πιθανολογεί το βάσιµο της αίτησης και τη σκοπιμότητα της αιτούμενης συνδιαλλαγής, ορίζει µμεσολαβητή, αποστολή του οποίου είναι η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και των πιστωτών του.

Πλέον ο διορισμός μεσολαβητή δεν θα είναι υποχρεωτικός, αφού κρίνεται ότι δεν είναι απαραίτητο η διαδικασία να επιβαρύνεται με μη αναγκαίο κόστος. Την ίδια στιγμή θα δίνεται η δυνατότητα διορισμού ειδικού εντολοδόχου, ο οποίος μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμος για τη διαφύλαξη της περιουσίας του οφειλέτη. Θεσπίζεται, δε, η υποχρέωση συνεργασίας του οφειλέτη με τον τυχόν μεσολαβητή, τον εμπειρογνώμονα και τους πιστωτές κατά τις διαπραγματεύσεις για την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης.

Αυξημένες εξουσίες στο δικαστήριο

Με τις νέες διατάξεις τα δικαστήρια θα έχουν κεντρικό ρόλο σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

Για την αύξηση των πιθανοτήτων εξυγίανσης καταλυτικός παράγοντας θεωρείται η επιτάχυνση της διαδικασίας. Σε αυτό το πλαίσιο ορίζεται ότι το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο δικάζει με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και οι αποφάσεις του κατ’ αρχήν δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα. Δηλαδή δίνεται η εξουσία στο δικαστήριο να προσαρμόζει τη διαδικασία, με την οποία δικάζει, στις ανάγκες και στις ιδιορρυθμίες της δικαζόμενης υπόθεσης.

Ένα σημείο στο οποίο διαφέρει η νέα ρύθμιση από το άρθρο 44 είναι το ότι δεν απαιτείται σε κάθε περίπτωση συναίνεση της πλειοψηφίας των μετόχων ή εταίρων του οφειλέτη για τη σύναψη συμφωνίας με τους πιστωτές.

Σε αυτό το σημείο δίνεται στο δικαστήριο η δυνατότητα να υποκαταστήσει τη βούληση μετόχων ή εταίρων που καταχρηστικά δεν συμπράττουν στη συμφωνία εξυγίανσης.

Ακόμα, στην περίπτωση που δεν επικυρώνεται η συμφωνία εξυγίανσης,  οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση θα απαριθμούνται. Με τον τρόπο αυτό παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο αντί της απόρριψης της αίτησης, να ζητήσει την παροχή διευκρινίσεων ή την τροποποίηση της συμφωνίας, ώστε αν υπάρχει η δυνατότητα αυτή να διασώζεται.

Μεταφορά οφειλών

Στις περιπτώσεις που η συμφωνία προβλέπει τη μεταβίβαση της επιχείρησης σε τρίτο πρόσωπο, δίνεται η δυνατότητα σε αυτόν που αποκτά την επιχείρηση να αναλάβει και ορισμένες από τις υποχρεώσεις του οφειλέτη. Δηλαδή ο νέος ιδιοκτήτης θα μπορεί να επιλέξει αν θέλει να αναλάβει και μέρος των οφειλών της επιχείρησης.

Επίσης, ρυθμίζεται η μεταβίβαση των εκκρεμών συμβάσεων, ενώ διευκολύνεται η μεταβίβαση των διοικητικών αδειών και αποτρέπονται δυσμενείς φορολογικές συνέπειες της μεταβίβασης.

Καταργείται η αναστολή διώξεων

Τέλος, καταβάλλεται προσπάθεια καταπολέμησης του φαινομένου που παρατηρείται πολλοί επιχειρηματίες να υποβάλουν αίτηση υπαγωγής σε προπτωχευτική διαδικασία, με αποκλειστικό στόχο την αναστολή των ατομικών διώξεων. Με τις νέες ρυθμίσεις η αναστολή των ατομικών διώξεων δεν αποτελεί αυτόματη συνέπεια της έναρξης της διαδικασίας εξυγίανσης, αν και μπορεί να επιβάλλεται από το δικαστήριο ως προληπτικό μέτρο.