Οικογένειες με μικρά παιδιά πέφτουν, χωρίς δίχτυ ασφαλείας, στο κενό που δημιουργούν η ανεργία, η ανασφάλεια της εργασίας και οι περικοπές μισθών. Καθώς στην Ελλάδα δεν υπήρξαν ποτέ πολιτικές ουσιαστικής ενίσχυσης της οικογένειας, από διάφορες πλευρές εκφράζεται ανησυχία ότι οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης θα είναι ανυπολόγιστες για τον κοινωνικό ιστό. Oλο και περισσότερα νέα ζευγάρια με ένα ή δύο παιδιά βλέπουν να επιδεινώνονται οι συνθήκες διαβίωσής τους και να περνούν το κατώφλι της φτώχειας, που παλαιότερα έπληττε πολύτεκνες και μονογονεϊκές οικογένειες. Ενα νέο ζευγάρι με ένα ή δύο παιδιά αντιμετωπίζει στην Ελλάδα μεγαλύτερο κίνδυνο οικονομικής κατάρρευσης απ’ ό, τι ο μέσος Ελληνας. Αυτό δεν συμβαίνει στα περισσότερα κράτη της Ε.Ε., στα οποία η γέννηση των παιδιών συνοδεύεται από μέτρα κοινωνικής πολιτικής.
«Ο κίνδυνος φτώχειας στις οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά στην Ε. Ε. είναι μικρότερος απ’ ό, τι στις οικογένειες χωρίς παιδιά», δήλωσε στην «Κ» η κ. Εύη Χατζηβαρνάβα, μέλος της Mη Kυβερνητικής Oργάνωσης Home Start Ελλάς, με την ευκαιρία της αυριανής Παγκόσμιας Hμέρας Oικογένειας. Βάσει στοιχείων του ΟΟΣΑ, το επίδομα του παιδιού στην Ελλάδα στον ιδιωτικό τομέα (ΟΑΕΔ) ανέρχεται σε 135 δολάρια ετησίως. Το αντίστοιχο ποσό στη Γερμανία είναι 2.530 δολάρια, στη Δανία 2.306, στην Ισλανδία 3.153, με κριτήριο το ετήσιο εισόδημα της οικογένειας (44.000 δολάρια). Στη Γερμανία δεν έχει τεθεί κανένα εισοδηματικό κριτήριο για τη χορήγηση του επιδόματος, ενώ σε φτωχούς γονείς χορηγείται και επικουρικό επίδομα έως 2.300 δολάρια ετησίως.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για να περιγραφεί η κατάσταση στην Ελλάδα είναι ότι το επίδομα του απροστάτευτου παιδιού παραμένει επί πολλά χρόνια το ίδιο, στα 44 ευρώ τον μήνα, ενώ για τη χορήγησή του έχει τεθεί εισοδηματικό κριτήριο κάτω των 300 ευρώ μηνιαίως. Θα μπορούσε, στην περίοδο της κρίσης, η κοινωνική πολιτική να αποτελέσει «δίχτυ ασφαλείας» για τις οικογένειες με μικρά παιδιά; «Μάλλον όχι. Η οικογενειακή πολιτική δεν μπόρεσε να το κάνει σε καλύτερους καιρούς, πόσω μάλλον τώρα», λέει η κ. Χατζηβαρνάβα. «Γεννιούνται, όμως, άλλα ερωτήματα. Θα μπορέσει η ευρύτερη οικογένεια ή η κοινότητα να στηρίξει τις ευάλωτες οικογένειες; Ποιες θα είναι οι συνέπειες στην ποιότητα ζωής των παιδιών και στις επιλογές των γονιών σε αποφάσεις που τα αφορούν; Ποιες θα είναι στην απόκτηση παιδιών;».
Ερευνες έχουν δείξει ότι υψηλής ποιότητα παρεμβάσεις σε παιδιά προσχολικής ηλικίας ευπαθών οικογενειών έχει σημαντικά και διαρκή αποτελέσματα. Η επένδυση στην προσχολική ηλικία αποδίδει περισσότερους καρπούς σε σχέση με την επένδυση σε μεταγενέστερες φάσεις της ζωής ενός παιδιού. Ομως, στη χώρα μας δεν υπάρχει αναγκαία υποδομή. «Στη Γερμανία», αναφέρει στην «Κ» η Α. Β., νέα επιστήμων με δύο παιδιά προσχολικής ηλικίας, «υπάρχουν πολλοί καλοί δημόσιοι παιδικοί σταθμοί. Εάν επιλέξεις ιδιωτικό, έχεις φορολογική ελάφρυνση. Στην Ελλάδα, όπου οι θέσεις είναι περιορισμένες στους δημόσιους και δημοτικούς παιδικούς σταθμούς και δεν δέχονται τα παιδιά μου, τα δίδακτρα των ιδιωτικών σταθμών αποτελούν τεκμήριο»... Το κόστος του σταθμού (400 - 450 ευρώ τον μήνα) είναι καταστροφικό για τα οικονομικά της οικογένειας σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους ζωής, όταν σήμερα μια νέα εργαζόμενη και μητέρα έχει μισθό 700 ευρώ τον μήνα.
«Μια θέση στον παιδικό σταθμό δεν είναι καθόλου εγγυημένη», λέει η κ. Χατζηβαρνάβα. «Το 2009, από τις 5.500 χιλιάδες αιτήσεις που έγιναν στους παιδικούς σταθμούς του Δήμου Αθηναίων απορρίφθηκαν 1.800, ποσοστό 33%. Φέτος, οι αιτήσεις αυξήθηκαν και όπως πληροφορήθηκα, απορρίφθηκαν 2.500. Η οικονομία και η κοινωνία χάνουν δυνάμεις που μένουν αναξιοποίητες», συμπληρώνει η κ. Χατζηβαρνάβα, που συμμετέχει στο πρόγραμμα της Home Start Ελλάς για τη στήριξη οικογενειών με μικρά παιδιά στο 7ο διαμέρισμα του Δήμου Αθηναίων.
«Ο κίνδυνος φτώχειας στις οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά στην Ε. Ε. είναι μικρότερος απ’ ό, τι στις οικογένειες χωρίς παιδιά», δήλωσε στην «Κ» η κ. Εύη Χατζηβαρνάβα, μέλος της Mη Kυβερνητικής Oργάνωσης Home Start Ελλάς, με την ευκαιρία της αυριανής Παγκόσμιας Hμέρας Oικογένειας. Βάσει στοιχείων του ΟΟΣΑ, το επίδομα του παιδιού στην Ελλάδα στον ιδιωτικό τομέα (ΟΑΕΔ) ανέρχεται σε 135 δολάρια ετησίως. Το αντίστοιχο ποσό στη Γερμανία είναι 2.530 δολάρια, στη Δανία 2.306, στην Ισλανδία 3.153, με κριτήριο το ετήσιο εισόδημα της οικογένειας (44.000 δολάρια). Στη Γερμανία δεν έχει τεθεί κανένα εισοδηματικό κριτήριο για τη χορήγηση του επιδόματος, ενώ σε φτωχούς γονείς χορηγείται και επικουρικό επίδομα έως 2.300 δολάρια ετησίως.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για να περιγραφεί η κατάσταση στην Ελλάδα είναι ότι το επίδομα του απροστάτευτου παιδιού παραμένει επί πολλά χρόνια το ίδιο, στα 44 ευρώ τον μήνα, ενώ για τη χορήγησή του έχει τεθεί εισοδηματικό κριτήριο κάτω των 300 ευρώ μηνιαίως. Θα μπορούσε, στην περίοδο της κρίσης, η κοινωνική πολιτική να αποτελέσει «δίχτυ ασφαλείας» για τις οικογένειες με μικρά παιδιά; «Μάλλον όχι. Η οικογενειακή πολιτική δεν μπόρεσε να το κάνει σε καλύτερους καιρούς, πόσω μάλλον τώρα», λέει η κ. Χατζηβαρνάβα. «Γεννιούνται, όμως, άλλα ερωτήματα. Θα μπορέσει η ευρύτερη οικογένεια ή η κοινότητα να στηρίξει τις ευάλωτες οικογένειες; Ποιες θα είναι οι συνέπειες στην ποιότητα ζωής των παιδιών και στις επιλογές των γονιών σε αποφάσεις που τα αφορούν; Ποιες θα είναι στην απόκτηση παιδιών;».
Ερευνες έχουν δείξει ότι υψηλής ποιότητα παρεμβάσεις σε παιδιά προσχολικής ηλικίας ευπαθών οικογενειών έχει σημαντικά και διαρκή αποτελέσματα. Η επένδυση στην προσχολική ηλικία αποδίδει περισσότερους καρπούς σε σχέση με την επένδυση σε μεταγενέστερες φάσεις της ζωής ενός παιδιού. Ομως, στη χώρα μας δεν υπάρχει αναγκαία υποδομή. «Στη Γερμανία», αναφέρει στην «Κ» η Α. Β., νέα επιστήμων με δύο παιδιά προσχολικής ηλικίας, «υπάρχουν πολλοί καλοί δημόσιοι παιδικοί σταθμοί. Εάν επιλέξεις ιδιωτικό, έχεις φορολογική ελάφρυνση. Στην Ελλάδα, όπου οι θέσεις είναι περιορισμένες στους δημόσιους και δημοτικούς παιδικούς σταθμούς και δεν δέχονται τα παιδιά μου, τα δίδακτρα των ιδιωτικών σταθμών αποτελούν τεκμήριο»... Το κόστος του σταθμού (400 - 450 ευρώ τον μήνα) είναι καταστροφικό για τα οικονομικά της οικογένειας σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους ζωής, όταν σήμερα μια νέα εργαζόμενη και μητέρα έχει μισθό 700 ευρώ τον μήνα.
«Μια θέση στον παιδικό σταθμό δεν είναι καθόλου εγγυημένη», λέει η κ. Χατζηβαρνάβα. «Το 2009, από τις 5.500 χιλιάδες αιτήσεις που έγιναν στους παιδικούς σταθμούς του Δήμου Αθηναίων απορρίφθηκαν 1.800, ποσοστό 33%. Φέτος, οι αιτήσεις αυξήθηκαν και όπως πληροφορήθηκα, απορρίφθηκαν 2.500. Η οικονομία και η κοινωνία χάνουν δυνάμεις που μένουν αναξιοποίητες», συμπληρώνει η κ. Χατζηβαρνάβα, που συμμετέχει στο πρόγραμμα της Home Start Ελλάς για τη στήριξη οικογενειών με μικρά παιδιά στο 7ο διαμέρισμα του Δήμου Αθηναίων.