Ομάδα εμπειρογνωμόνων που συμβουλεύει την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή προειδοποιεί ότι τα κράτη μέλη του ευρώ δεν θα καταφέρουν να αντιμετωπίσουν το χρηματοδοτικό πρόβλημα που γονατίζει τις τράπεζες της Ευρωζώνης αν δεν συμφωνήσουν να υιοθετήσουν επειγόντως ένα πανευρωπαϊκό σχήμα εγγυήσεων.
Η έκκληση αυτή για άμεση δράση με σκοπό την εισαγωγή ισχυρότερων κρατικών εγγυήσεων έρχεται εν μέσω των ενδείξεων ότι οι Ευρωπαίοι Υπουργοί Οικονομικών ετοιμάζονται να απορρίψουν την πρόταση για κοινές εγγυήσεις στο μακροπρόθεσμο τραπεζικό δανεισμό, επειδή θεωρούν ότι αυξάνει την έκθεση των φορολογούμενων των πλούσιων κρατών του Βορρά στα προβλήματα των τραπεζών του Νότου.
Στη σημερινή συνάντηση των Υπουργών Οικονομικών πρόκειται να συζητηθεί μια ούλτρα-ούλτρα-λάιτ εκδοχή αυτού του σχεδίου που προβλέπει ότι οι εθνικές κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να παρέχουν εγγυήσεις στα ομόλογα καθεμιά των δικών της τραπεζών, όπως είχε γίνει και το 2008, ενώ θα ενισχυθεί ο συντονισμός μεταξύ των εθνικών αρχών σε ό,τι αφορά τους ακριβείς όρους και τα επίπεδα κόστους.
Από το περασμένο καλοκαίρι πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν αποκλειστεί από την διατραπεζική αγορά εξαιτίας της κρίσης δημόσιου χρέους της Ευρωζώνης και η τάση αυτή οδηγεί εκ νέου στην εξάρτηση πολλών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από την στήριξη του κράτους προκειμένου να προσελκύσουν επενδυτές.
Το ένα τρίτο των τραπεζικών ομολόγων σε ευρώ που είχαν πουληθεί στο πρώτο τρίμηνο του 2009 διέθεταν κρατικές εγγυήσεις και μεγάλο τμήμα αυτού του χρέους αγγίζει τη λήξη του, με τα ομόλογα που λήγουν το 2012 να φτάνουν τα 140 δις ευρώ.
Με μια επιστολή που υποστηρίζει ότι τα εθνικά σχήματα εγγυήσεων των τραπεζών δεν αρκούν από μόνα τους ώστε οι τράπεζες να καλύψουν τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες, η ομάδα των έξι ακαδημαϊκών και μελών ευρωπαϊκών θινκ - τανκ που συμβουλεύει την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή – και αποτελείται από τον Ντάνιελ Γκρος του Κέντρου για τις Σπουδές Ευρωπαϊκής Πολιτικής, τον Ρούντι Βάντερ Βένετ του Πανεπιστημίου της Γάνδης και τον Σόνι Καπούρ του Re-Define – καλεί τις κυβερνήσεις να ξανασκεφτούν το ζήτημα των χωριστών εγγυήσεων και «να υιοθετήσουν επειγόντως μια ευρωπαϊκή προσέγγιση».
«Από τη στιγμή που τόσα πολλά κράτη δυσκολεύονται τα ίδια να δανειστούν σε βιώσιμα επίπεδα, η προσέγγιση στο εθνικό επίπεδο δεν πρόκειται να αποδώσει αυτή τη φορά», τονίζουν οι εμπειρογνώμονες στην επιστολή τους προς τους Υπουργούς Οικονομικών.
«Η διασύνδεση μέσα στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι τόσο υψηλή που η αδυναμία των τραπεζών των προβληματικών χωρών να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση και την ανακεφαλαιοποίηση τους μέσω των αγορών ασκεί πιέσεις σε όλες τις ευρωπαϊκές τράπεζες».
Επικεφαλής της αντίθεσης στην ιδέα των κοινών ευρωπαϊκών εγγυήσεων για τα ευρωπαϊκά τραπεζικά ομόλογα είναι βέβαια – ποιος άλλος; – η Γερμανία που υποστηρίζει ότι αυτές οι προτάσεις θα επιβαρύνουν τους Γερμανούς φορολογούμενους με το παθητικό εκατοντάδων δις τραπεζικού χρέους, προερχόμενου κυρίως από τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Μέσα στις επόμενες μέρες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να προσαρμόσει τους κανόνες κρατικής συνδρομής σχετικά με το αξιόχρεο των κυβερνήσεων που παρέχουν εγγυήσεις έτσι ώστε οι τράπεζες να πληρώνουν χαμηλότερες αμοιβές για την αγορά εγγυήσεων από κράτη με χαμηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση. Όμως είναι αμφίβολο τι μπορεί να αποδώσουν αυτές οι μεταβολές για τη λειτουργικότητα ορισμένων εθνικών σχημάτων εγγυήσεων, με δεδομένο το άκρως υψηλό κόστος δανεισμού που αντιμετωπίζουν ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Μέρος των χρηματοδοτικών πιέσεων μπορεί πάντως να ανακουφιστεί μέσα από την ανάληψη δράσης εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζα που φαίνεται ότι εξετάζει μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας των τραπεζών διευρύνοντας τους τίτλους που δέχεται ως εγγυήσεις. Η ΕΚΤ ενδέχεται επίσης να προσφέρει δάνεια προς τις εμπορικές τράπεζες διάρκειας δύο ή και τριών χρόνων – σε μια σειρά κινήσεων που αποτελούν το αντίστοιχο της ‘ποσοτικής.