Δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο υπάλληλος, η οποία απολύθηκε για λόγους εμπάθειας, επειδή απέκρουσε τις συνεχείς παρενοχλήσεις του διευθυντή προσωπικού οινοποιίας, που άγγιζαν τα όρια της σεξουαλικής παρενόχλησης. Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας κρίθηκε άκυρη από τους αρεοπαγίτες, οι οποίοι ανέτρεψαν αντίθετη εφετειακή απόφαση.
Ειδικότερα, το Μάρτιο
του 1976 η υπάλληλος προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και εργάστηκε ως υπεύθυνη του τηλεφωνικού κέντρου της επιχείρησης.
Τον Αύγουστο του 2003 προσλαμβάνεται στην επιχείρηση νέος διευθυντής προσωπικού, ο οποίος από την πρώτη στιγμή εκδήλωσε απέναντι στην συγκεκριμένη υπάλληλο μία «ιδιότυπη και διαφορετική από τη συνηθισμένη σε χώρους εργασίας υπηρεσιακή συμπεριφορά».
Συγκεκριμένα, την προσέγγισε εξαρχής και την αντιμετώπιζε με υπερβολικά «φιλικό» τρόπο και με άκρως κολακευτικά, καθημερινά, σχόλια για την παρουσία της ως γυναίκα και κυρίως για την εξωτερική εμφάνισή της.
Σύμφωνα με την αρεοπαγίτικη απόφαση «σε καθημερινή βάση και πολλές φορές ημερησίως με διάφορα προσχήματα προσερχόταν στον χώρο εργασίας της, που ήταν σε απόσταση 15 μέτρων από το γραφείο του και με τη συμπεριφορά του και τη φυσική παρουσία του προσπαθούσε να έχει συνεχή επικοινωνία μαζί της, τονίζοντας την παρουσία του αλλά και τη θέση του στην ιεραρχία της εταιρείας, χωρίς να υφίστανται αντικειμενικοί υπηρεσιακοί λόγοι».
Η διαρκής παρουσία και οι συνεχείς κολακευτικοί χαρακτηρισμοί του προϊσταμένου έφεραν πολλές φορές την υπάλληλο «σε δύσκολη θέση και αμηχανία, λόγω της καθημερινής τους συχνότητας, ξέφευγαν από τα όρια της ευγένειας ή της συναδελφικότητας και χωρίς να αγγίζουν τα όρια της προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της δημιουργούσαν έντονο πρόβλημα επικοινωνίας και ανασφάλειας, αφού η συμπεριφορά του αφενός δεν αφορούσε την εργασία της και αφετέρου την έκαμε να ενεργεί ως αμυνόμενη σε διαρκή πίεση και πάντως της αποσπούσε αναίτια και χωρίς να το επιθυμεί το ενδιαφέρον από την εργασία της, ενώ παράλληλα αποτέλεσε αφορμή για δημιουργία ψιθύρων και σχολίων από συναδέλφους της που είχαν αντιληφθεί τον διευθυντή προσωπικού να της απευθύνει φιλοφρονήσεις».
Στα μέσα Οκτωβρίου 2003 η υπάλληλος γνωστοποίησε με «ευπρεπή αλλά κατηγορηματικό τρόπο στον διευθυντή προσωπικού ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η οικογένεια και η εργασία της και τίποτε άλλο».
Από τότε ο διευθυντής άλλαξε συμπεριφορά απέναντί της και άρχισε να δημιουργεί αδικαιολόγητα διάφορα προβλήματα πάνω στη δουλειά της και «να την αντιμετωπίζει με τρόπο εχθρικό και προσβλητικό».
Ήταν προφανές, υπογραμμίζεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου, ότι «η αιτία της αλλαγής αυτής στη συμπεριφορά του οφειλόταν σε εμπάθεια απέναντί της λόγω της απόρριψης και απόκρουσης του ενδιαφέροντός του».
Έτσι, τον Ιανουάριο του 2004, λόγω 15λεπτης καθυστέρησης, εξαιτίας οικογενειακού της προβλήματος, κάλεσε την υπάλληλο σε απολογία και «την υποχρέωσε να υπογράψει έγγραφη δήλωση, σαν να επρόκειτο για σοβαρότατο πειθαρχικό παράπτωμα».
Το Μάιο του ίδιου έτους η υπάλληλος αναγκάστηκε να απευθυνθεί στον πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και να αναφέρει τα διαδραματισθέντα γεγονότα, ενώ παράλληλα ζήτησε και την προστασία της.
Ο τελευταίος την καθησύχασε και τη διαβεβαίωσε κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την εργασία της και ότι θα προβεί σε συστάσεις στον διευθυντή προσωπικού.
Η αναφορά αυτή της υπαλλήλου στον πρόεδρο του ΔΣ και οι συστάσεις που αυτός του απηύθυνε εξόργισαν τον διευθυντή προσωπικού, ο οποίος ναι μεν έπαψε να την ενοχλεί, αλλά «ανέμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να εκδηλώσει την εμπάθειά του προς το πρόσωπό της» και αυτό συνέβη αμέσως μόλις η πλειοψηφία των μετοχών περιήλθε σε αγγλική εταιρεία και ως γενικός διευθυντής τοποθετήθηκε άλλο πρόσωπο, οπότε ο διευθυντής προσωπικού εισηγήθηκε την απόλυσή της, που πραγματοποιήθηκε στις 25.10.2004.
Οι αρεοπαγίτες έκριναν ότι η απόλυσή της έγινε εξαιτίας της εμπάθειας του διευθυντή προσωπικού, «καθόσον δεν του ήταν αρεστή εξαιτίας της προσπάθειας που κατέβαλε για να διαφυλάξει την ηθική της υπόσταση».
Οι δικαστές σημειώνουν ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν «υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια», όπως είναι εμπάθεια, μίσος, έχθρα ή εκδίκηση λόγω «προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου».
Κατόπιν αυτών, ο Άρειος Πάγος με την υπ' αριθμ. 84/2011 απόφασή του αναίρεσε εφετειακή απόφαση που είχε κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί η αγωγή της εργαζομένης, που ζητούσε να κριθεί παράνομη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, καθώς δεν ισχυρίστηκε, μεταξύ των άλλων, ότι δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση από τον διευθυντή προσωπικού.
Οι δικαστές παρέπεμψαν την υπόθεση για νέα δεύτερη κρίση στο Εφετείο Αθηνών.
kathimerini
Ειδικότερα, το Μάρτιο
του 1976 η υπάλληλος προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και εργάστηκε ως υπεύθυνη του τηλεφωνικού κέντρου της επιχείρησης.
Τον Αύγουστο του 2003 προσλαμβάνεται στην επιχείρηση νέος διευθυντής προσωπικού, ο οποίος από την πρώτη στιγμή εκδήλωσε απέναντι στην συγκεκριμένη υπάλληλο μία «ιδιότυπη και διαφορετική από τη συνηθισμένη σε χώρους εργασίας υπηρεσιακή συμπεριφορά».
Συγκεκριμένα, την προσέγγισε εξαρχής και την αντιμετώπιζε με υπερβολικά «φιλικό» τρόπο και με άκρως κολακευτικά, καθημερινά, σχόλια για την παρουσία της ως γυναίκα και κυρίως για την εξωτερική εμφάνισή της.
Σύμφωνα με την αρεοπαγίτικη απόφαση «σε καθημερινή βάση και πολλές φορές ημερησίως με διάφορα προσχήματα προσερχόταν στον χώρο εργασίας της, που ήταν σε απόσταση 15 μέτρων από το γραφείο του και με τη συμπεριφορά του και τη φυσική παρουσία του προσπαθούσε να έχει συνεχή επικοινωνία μαζί της, τονίζοντας την παρουσία του αλλά και τη θέση του στην ιεραρχία της εταιρείας, χωρίς να υφίστανται αντικειμενικοί υπηρεσιακοί λόγοι».
Η διαρκής παρουσία και οι συνεχείς κολακευτικοί χαρακτηρισμοί του προϊσταμένου έφεραν πολλές φορές την υπάλληλο «σε δύσκολη θέση και αμηχανία, λόγω της καθημερινής τους συχνότητας, ξέφευγαν από τα όρια της ευγένειας ή της συναδελφικότητας και χωρίς να αγγίζουν τα όρια της προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της δημιουργούσαν έντονο πρόβλημα επικοινωνίας και ανασφάλειας, αφού η συμπεριφορά του αφενός δεν αφορούσε την εργασία της και αφετέρου την έκαμε να ενεργεί ως αμυνόμενη σε διαρκή πίεση και πάντως της αποσπούσε αναίτια και χωρίς να το επιθυμεί το ενδιαφέρον από την εργασία της, ενώ παράλληλα αποτέλεσε αφορμή για δημιουργία ψιθύρων και σχολίων από συναδέλφους της που είχαν αντιληφθεί τον διευθυντή προσωπικού να της απευθύνει φιλοφρονήσεις».
Στα μέσα Οκτωβρίου 2003 η υπάλληλος γνωστοποίησε με «ευπρεπή αλλά κατηγορηματικό τρόπο στον διευθυντή προσωπικού ότι το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η οικογένεια και η εργασία της και τίποτε άλλο».
Από τότε ο διευθυντής άλλαξε συμπεριφορά απέναντί της και άρχισε να δημιουργεί αδικαιολόγητα διάφορα προβλήματα πάνω στη δουλειά της και «να την αντιμετωπίζει με τρόπο εχθρικό και προσβλητικό».
Ήταν προφανές, υπογραμμίζεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου, ότι «η αιτία της αλλαγής αυτής στη συμπεριφορά του οφειλόταν σε εμπάθεια απέναντί της λόγω της απόρριψης και απόκρουσης του ενδιαφέροντός του».
Έτσι, τον Ιανουάριο του 2004, λόγω 15λεπτης καθυστέρησης, εξαιτίας οικογενειακού της προβλήματος, κάλεσε την υπάλληλο σε απολογία και «την υποχρέωσε να υπογράψει έγγραφη δήλωση, σαν να επρόκειτο για σοβαρότατο πειθαρχικό παράπτωμα».
Το Μάιο του ίδιου έτους η υπάλληλος αναγκάστηκε να απευθυνθεί στον πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και να αναφέρει τα διαδραματισθέντα γεγονότα, ενώ παράλληλα ζήτησε και την προστασία της.
Ο τελευταίος την καθησύχασε και τη διαβεβαίωσε κατηγορηματικά ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την εργασία της και ότι θα προβεί σε συστάσεις στον διευθυντή προσωπικού.
Η αναφορά αυτή της υπαλλήλου στον πρόεδρο του ΔΣ και οι συστάσεις που αυτός του απηύθυνε εξόργισαν τον διευθυντή προσωπικού, ο οποίος ναι μεν έπαψε να την ενοχλεί, αλλά «ανέμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να εκδηλώσει την εμπάθειά του προς το πρόσωπό της» και αυτό συνέβη αμέσως μόλις η πλειοψηφία των μετοχών περιήλθε σε αγγλική εταιρεία και ως γενικός διευθυντής τοποθετήθηκε άλλο πρόσωπο, οπότε ο διευθυντής προσωπικού εισηγήθηκε την απόλυσή της, που πραγματοποιήθηκε στις 25.10.2004.
Οι αρεοπαγίτες έκριναν ότι η απόλυσή της έγινε εξαιτίας της εμπάθειας του διευθυντή προσωπικού, «καθόσον δεν του ήταν αρεστή εξαιτίας της προσπάθειας που κατέβαλε για να διαφυλάξει την ηθική της υπόσταση».
Οι δικαστές σημειώνουν ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν «υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια», όπως είναι εμπάθεια, μίσος, έχθρα ή εκδίκηση λόγω «προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου».
Κατόπιν αυτών, ο Άρειος Πάγος με την υπ' αριθμ. 84/2011 απόφασή του αναίρεσε εφετειακή απόφαση που είχε κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί η αγωγή της εργαζομένης, που ζητούσε να κριθεί παράνομη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, καθώς δεν ισχυρίστηκε, μεταξύ των άλλων, ότι δέχθηκε σεξουαλική παρενόχληση από τον διευθυντή προσωπικού.
Οι δικαστές παρέπεμψαν την υπόθεση για νέα δεύτερη κρίση στο Εφετείο Αθηνών.
kathimerini