Ζημιογόνες ήταν κατά το 2010 τέσσερις στις δέκα ελληνικές βιομηχανίες τροφίμων. Οι ζημιές μάλιστα αυτών ήταν μεγαλύτερες από τα κέρδη των κερδοφόρων, με αποτέλεσμα ο κλάδος να παρουσιάζει αρνητικό οικονομικό αποτέλεσμα, για πρώτη φορά εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Αυτά προκύπτουν από την επεξεργασία των ισολογισμών 463 επιχειρήσεων με πωλήσεις άνω των τριών εκατομμυρίων ευρώ και συνολικές πωλήσεις 9,8 δισ. ευρώ, οι οποίες γνωστοποίησαν τα οικονομικά τους αποτελέσματα του προηγούμενου έτους, ως τις 20 Ιουνίου 2011.
Εξαιρουμένων δέκα νέων επιχειρήσεων του κλάδου, οι οποίες λειτούργησαν με νέα εταιρική μορφή, το 2010 κατόπιν απόσχισης των βιομηχανικών κλάδων άλλων εταιρειών ή προήλθαν από συγχωνεύσεις και παρουσιάζουν πολύ υψηλές ζημιές λόγω έκτακτων επιβαρύνσεων και δαπανών αναδιάρθρωσης, 453 παλαιές επιχειρήσεις μεσαίου και μεγάλου μεγέθους με πωλήσεις άνω των τριών εκατομμυρίων ευρώ κατέγραψαν συνολική καθαρή ζημιά 68,6 εκατ. ευρώ το 2010 έναντι καθαρών κερδών 111,1 εκατ. ευρώ το 2009.
Η συνολική ζημιά του κλάδου είναι πολλαπλάσια αν αθροιστούν τα αποτελέσματα των νέων επιχειρήσεων, δεδομένου ότι αυτές -ολοκληρώνοντας υποδωδεκάμηνη ή υπερδωδεκάμηνη πρώτη οικονομική χρήση- παρουσίασαν ζημιές ύψους 263,6 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω απομείωσης στοιχείων του ενεργητικού τους και ανόργανων δαπανών.
Οι 453 παλαιές επιχειρήσεις μεσαίου και μεγάλου μεγέθους με ευθέως συγκρίσιμα στοιχεία κατέγραψαν συνολικές πωλήσεις ύψους 9,4 δισ. ευρώ, αυξημένες έναντι του 2009 κατά 2%. Αυτές που παρουσιάζουν επιδείνωση των καθαρών αποτελεσμάτων (278) φθάνουν το 61,4%. Τα καθαρά κέρδη των κερδοφόρων ήταν ύψους 216,5 εκατ. ευρώ και οι ζημιές των ζημιογόνων ανήλθαν σε 285,1 εκατ. ευρώ.
Οι κερδοφόρες ήταν 267 (59% του συνόλου έναντι 72% έναν χρόνο πριν) και οι ζημιογόνες 186 (41% έναντι 28%).
Αναλυτικότερα, από το σύνολο των 453 επιχειρήσεων:
* 236 επιχειρήσεις (52,1% του συνόλου) οι οποίες ήταν κερδοφόρες το 2009, παρέμειναν και κατά το 2010 κερδοφόρες, πραγματοποιώντας όμως καθαρά κέρδη ύψους 209,2 εκατ. ευρώ έναντι 252,1 εκατ. ευρώ το 2009, μειωμένα κατά 42,9 εκατ. ευρώ.
* 99 επιχειρήσεις (21,9%) οι οποίες ήταν κερδοφόρες το 2009 με κέρδη 29,3 εκατ. ευρώ, εμφάνισαν κατά το 2010 ζημιές ύψους 140,4 εκατ. ευρώ, έχοντας έτσι απώλειες ύψους 169,7 εκατ. ευρώ.
* 87 επιχειρήσεις (19,2%) οι οποίες ήταν ζημιογόνες το 2009, παρέμειναν και κατά το 2010 ζημιογόνες, πραγματοποιώντας ζημιές 144,6 εκατ. ευρώ έναντι 150,5 εκατ. ευρώ το 2009, μειωμένες έτσι κατά 5,9 εκατ. ευρώ.
* 31 επιχειρήσεις (6,8%) οι οποίες ήταν ζημιογόνες το 2009 με ζημιές 19,7 εκατ. ευρώ, εμφάνισαν κατά το 2010 κέρδη της τάξης των 7,3 εκατ. ευρώ, έχοντας έτσι ωφέλεια ύψους 27 εκατ. ευρώ.
Οι 267 κερδοφόρες πραγματοποίησαν συνολικές πωλήσεις 6,28 δισ. ευρώ, οι οποίες αντιστοιχούν στο 67% των συνολικών των 453 επιχειρήσεων του κλάδου με συγκρίσιμα μεγέθη, ενώ αυτές των 186 ζημιογόνων ήταν ύψους 3,10 δισ. ευρώ (33%).
Σε απόλυτο μέγεθος, η αύξηση των πωλήσεων των 453 επιχειρήσεων ανέρχεται σε 155,1 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν αύξηση πωλήσεων σε πραγματικές, αποπληθωρισμένες τιμές ήταν μόλις 199 (43,9%), ενώ 63 (13,9%) τις αύξησαν σε ποσοστό κατώτερο του πληθωρισμού και οι υπόλοιπες 191 (42,2%) είδαν τις πωλήσεις τους να μειώνονται σε τρέχουσες τιμές.
Η άνοδος του κόστους παραγωγής ήταν μεγαλύτερη από αυτή των πωλήσεων, με αποτέλεσμα το μεικτό περιθώριο να συμπιεστεί κατά μία εκατοστιαία μονάδα (από το 24,5% στο 23,5%) και τα μεικτά κέρδη να μειωθούν κατά 61,5 εκατ. ευρώ (-3%), στο επίπεδο των 2,2 δισ. ευρώ. Οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν οριακή έστω αύξηση των μεικτών κερδών ήταν 226 (49,9% του συνόλου).
Η ταχύτερη μέση αύξηση των λειτουργικών δαπανών, οι οποίες επιβαρύνθηκαν με έκτακτες, μη επαναλαμβανόμενες επιβαρύνσεις, οδήγησε τα συνολικά κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) στο επίπεδο των 669,7 εκατ. ευρώ, από 827,9 εκατ. ευρώ το 2009 (-19%). Έτσι, το περιθώριο EBITDA περιορίστηκε από το 9% το 2009 στο 7,1% το 2010 και τα συνολικά κέρδη προ φόρων και τόκων (EBIT) υποχώρησαν στο επίπεδο των 326 εκατ. ευρώ, από 483,1 εκατ. ευρώ έναν χρόνο πριν, με ποσοστιαία μείωση 33% και κάμψη του περιθωρίου EBIT στο 3,5%, από 5,2% το 2009. Οι επιχειρήσεις που βελτίωσαν τα λειτουργικά κέρδη τους ήταν 208 (45,9% του συνόλου).
Η ακόμη μεγαλύτερη τελική απώλεια κερδών, η οποία ανήλθε στο 75%, όσον αφορά τα κέρδη προ φόρων (62,2 εκατ. ευρώ έναντι 252,5 εκατ. ευρώ) και στην καταγραφή -μετά την πρόβλεψη για φόρους 130,8 εκατ. ευρώ- καθαρών ζημιών ύψους 68,6 εκατ. ευρώ για το σύνολο των 453 επιχειρήσεων, οφείλεται σε αυξημένες χρηματοοικονομικές δαπάνες και προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις, σε λοιπές έκτακτες, μη επαναλαμβανόμενες δαπάνες, καθώς και σε επιπρόσθετες φορολογικές δαπάνες με την καταβολή έκτακτης εισφοράς και διαφορών φορολογικού ελέγχου προηγούμενων χρήσεων. Βελτίωση των καθαρών αποτελεσμάτων, έστω οριακά, παρουσιάζουν οι 175 από τις 453 εταιρείες (38,6% του συνόλου).
Η αποδοτικότητα του ενεργητικού σε κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) περιορίστηκε στο 6%, από 7,5% έναν χρόνο πριν.
Βελτίωση της αποδοτικότητας, σε σχέση με τα ίδια κεφάλαιά τους, παρουσιάζουν 167 επιχειρήσεις (36,9%), σε αντίθεση με τις υπόλοιπες 286 (63,1%), οι οποίες δεν μπόρεσαν να τη βελτιώσουν.
Τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων αυτών μειώθηκαν κατά 5% (-197,5 εκατ. ευρώ), ενώ οι υποχρεώσεις αυξήθηκαν κατά 4,3% (+323,2 εκατ. ευρώ). Ωστόσο, αύξηση ιδίων κεφαλαίων εμφανίζουν οι 240 από τις 453 επιχειρήσεις (53%). Η αναλογία των ξένων κεφαλαίων προς τα συνολικά κεφάλαια αυξήθηκε από το 66,9% στο 69%, με αντίστοιχο περιορισμό των ιδίων από το 33,1% στο 31%. Οι περισσότερες εταιρείες (259, δηλαδή το 57,2% του συνόλου) δεν μπόρεσαν να βελτιώσουν τη χρηματοοικονομική τους διάρθρωση.
Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την κατά 2,2%, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, μείωση του όγκου παραγωγής τροφίμων στη χώρα μας το πρώτο τετράμηνο του τρέχοντος έτους, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2010, πιστοποιούν ότι ο κλάδος συνεχίζει να αντιμετωπίζει -παρά τη διεύρυνση των εξαγωγών του- σοβαρές δυσχέρειες, εξαιτίας της γενικότερης οικονομικής κρίσης και της μείωσης της εγχώριας ζήτησης.
Αυτά προκύπτουν από την επεξεργασία των ισολογισμών 463 επιχειρήσεων με πωλήσεις άνω των τριών εκατομμυρίων ευρώ και συνολικές πωλήσεις 9,8 δισ. ευρώ, οι οποίες γνωστοποίησαν τα οικονομικά τους αποτελέσματα του προηγούμενου έτους, ως τις 20 Ιουνίου 2011.
Εξαιρουμένων δέκα νέων επιχειρήσεων του κλάδου, οι οποίες λειτούργησαν με νέα εταιρική μορφή, το 2010 κατόπιν απόσχισης των βιομηχανικών κλάδων άλλων εταιρειών ή προήλθαν από συγχωνεύσεις και παρουσιάζουν πολύ υψηλές ζημιές λόγω έκτακτων επιβαρύνσεων και δαπανών αναδιάρθρωσης, 453 παλαιές επιχειρήσεις μεσαίου και μεγάλου μεγέθους με πωλήσεις άνω των τριών εκατομμυρίων ευρώ κατέγραψαν συνολική καθαρή ζημιά 68,6 εκατ. ευρώ το 2010 έναντι καθαρών κερδών 111,1 εκατ. ευρώ το 2009.
Η συνολική ζημιά του κλάδου είναι πολλαπλάσια αν αθροιστούν τα αποτελέσματα των νέων επιχειρήσεων, δεδομένου ότι αυτές -ολοκληρώνοντας υποδωδεκάμηνη ή υπερδωδεκάμηνη πρώτη οικονομική χρήση- παρουσίασαν ζημιές ύψους 263,6 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω απομείωσης στοιχείων του ενεργητικού τους και ανόργανων δαπανών.
Οι 453 παλαιές επιχειρήσεις μεσαίου και μεγάλου μεγέθους με ευθέως συγκρίσιμα στοιχεία κατέγραψαν συνολικές πωλήσεις ύψους 9,4 δισ. ευρώ, αυξημένες έναντι του 2009 κατά 2%. Αυτές που παρουσιάζουν επιδείνωση των καθαρών αποτελεσμάτων (278) φθάνουν το 61,4%. Τα καθαρά κέρδη των κερδοφόρων ήταν ύψους 216,5 εκατ. ευρώ και οι ζημιές των ζημιογόνων ανήλθαν σε 285,1 εκατ. ευρώ.
Οι κερδοφόρες ήταν 267 (59% του συνόλου έναντι 72% έναν χρόνο πριν) και οι ζημιογόνες 186 (41% έναντι 28%).
Αναλυτικότερα, από το σύνολο των 453 επιχειρήσεων:
* 236 επιχειρήσεις (52,1% του συνόλου) οι οποίες ήταν κερδοφόρες το 2009, παρέμειναν και κατά το 2010 κερδοφόρες, πραγματοποιώντας όμως καθαρά κέρδη ύψους 209,2 εκατ. ευρώ έναντι 252,1 εκατ. ευρώ το 2009, μειωμένα κατά 42,9 εκατ. ευρώ.
* 99 επιχειρήσεις (21,9%) οι οποίες ήταν κερδοφόρες το 2009 με κέρδη 29,3 εκατ. ευρώ, εμφάνισαν κατά το 2010 ζημιές ύψους 140,4 εκατ. ευρώ, έχοντας έτσι απώλειες ύψους 169,7 εκατ. ευρώ.
* 87 επιχειρήσεις (19,2%) οι οποίες ήταν ζημιογόνες το 2009, παρέμειναν και κατά το 2010 ζημιογόνες, πραγματοποιώντας ζημιές 144,6 εκατ. ευρώ έναντι 150,5 εκατ. ευρώ το 2009, μειωμένες έτσι κατά 5,9 εκατ. ευρώ.
* 31 επιχειρήσεις (6,8%) οι οποίες ήταν ζημιογόνες το 2009 με ζημιές 19,7 εκατ. ευρώ, εμφάνισαν κατά το 2010 κέρδη της τάξης των 7,3 εκατ. ευρώ, έχοντας έτσι ωφέλεια ύψους 27 εκατ. ευρώ.
Οι 267 κερδοφόρες πραγματοποίησαν συνολικές πωλήσεις 6,28 δισ. ευρώ, οι οποίες αντιστοιχούν στο 67% των συνολικών των 453 επιχειρήσεων του κλάδου με συγκρίσιμα μεγέθη, ενώ αυτές των 186 ζημιογόνων ήταν ύψους 3,10 δισ. ευρώ (33%).
Σε απόλυτο μέγεθος, η αύξηση των πωλήσεων των 453 επιχειρήσεων ανέρχεται σε 155,1 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν αύξηση πωλήσεων σε πραγματικές, αποπληθωρισμένες τιμές ήταν μόλις 199 (43,9%), ενώ 63 (13,9%) τις αύξησαν σε ποσοστό κατώτερο του πληθωρισμού και οι υπόλοιπες 191 (42,2%) είδαν τις πωλήσεις τους να μειώνονται σε τρέχουσες τιμές.
Η άνοδος του κόστους παραγωγής ήταν μεγαλύτερη από αυτή των πωλήσεων, με αποτέλεσμα το μεικτό περιθώριο να συμπιεστεί κατά μία εκατοστιαία μονάδα (από το 24,5% στο 23,5%) και τα μεικτά κέρδη να μειωθούν κατά 61,5 εκατ. ευρώ (-3%), στο επίπεδο των 2,2 δισ. ευρώ. Οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν οριακή έστω αύξηση των μεικτών κερδών ήταν 226 (49,9% του συνόλου).
Η ταχύτερη μέση αύξηση των λειτουργικών δαπανών, οι οποίες επιβαρύνθηκαν με έκτακτες, μη επαναλαμβανόμενες επιβαρύνσεις, οδήγησε τα συνολικά κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) στο επίπεδο των 669,7 εκατ. ευρώ, από 827,9 εκατ. ευρώ το 2009 (-19%). Έτσι, το περιθώριο EBITDA περιορίστηκε από το 9% το 2009 στο 7,1% το 2010 και τα συνολικά κέρδη προ φόρων και τόκων (EBIT) υποχώρησαν στο επίπεδο των 326 εκατ. ευρώ, από 483,1 εκατ. ευρώ έναν χρόνο πριν, με ποσοστιαία μείωση 33% και κάμψη του περιθωρίου EBIT στο 3,5%, από 5,2% το 2009. Οι επιχειρήσεις που βελτίωσαν τα λειτουργικά κέρδη τους ήταν 208 (45,9% του συνόλου).
Η ακόμη μεγαλύτερη τελική απώλεια κερδών, η οποία ανήλθε στο 75%, όσον αφορά τα κέρδη προ φόρων (62,2 εκατ. ευρώ έναντι 252,5 εκατ. ευρώ) και στην καταγραφή -μετά την πρόβλεψη για φόρους 130,8 εκατ. ευρώ- καθαρών ζημιών ύψους 68,6 εκατ. ευρώ για το σύνολο των 453 επιχειρήσεων, οφείλεται σε αυξημένες χρηματοοικονομικές δαπάνες και προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις, σε λοιπές έκτακτες, μη επαναλαμβανόμενες δαπάνες, καθώς και σε επιπρόσθετες φορολογικές δαπάνες με την καταβολή έκτακτης εισφοράς και διαφορών φορολογικού ελέγχου προηγούμενων χρήσεων. Βελτίωση των καθαρών αποτελεσμάτων, έστω οριακά, παρουσιάζουν οι 175 από τις 453 εταιρείες (38,6% του συνόλου).
Η αποδοτικότητα του ενεργητικού σε κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) περιορίστηκε στο 6%, από 7,5% έναν χρόνο πριν.
Βελτίωση της αποδοτικότητας, σε σχέση με τα ίδια κεφάλαιά τους, παρουσιάζουν 167 επιχειρήσεις (36,9%), σε αντίθεση με τις υπόλοιπες 286 (63,1%), οι οποίες δεν μπόρεσαν να τη βελτιώσουν.
Τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων αυτών μειώθηκαν κατά 5% (-197,5 εκατ. ευρώ), ενώ οι υποχρεώσεις αυξήθηκαν κατά 4,3% (+323,2 εκατ. ευρώ). Ωστόσο, αύξηση ιδίων κεφαλαίων εμφανίζουν οι 240 από τις 453 επιχειρήσεις (53%). Η αναλογία των ξένων κεφαλαίων προς τα συνολικά κεφάλαια αυξήθηκε από το 66,9% στο 69%, με αντίστοιχο περιορισμό των ιδίων από το 33,1% στο 31%. Οι περισσότερες εταιρείες (259, δηλαδή το 57,2% του συνόλου) δεν μπόρεσαν να βελτιώσουν τη χρηματοοικονομική τους διάρθρωση.
Οι εξελίξεις αυτές, σε συνδυασμό με την κατά 2,2%, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, μείωση του όγκου παραγωγής τροφίμων στη χώρα μας το πρώτο τετράμηνο του τρέχοντος έτους, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2010, πιστοποιούν ότι ο κλάδος συνεχίζει να αντιμετωπίζει -παρά τη διεύρυνση των εξαγωγών του- σοβαρές δυσχέρειες, εξαιτίας της γενικότερης οικονομικής κρίσης και της μείωσης της εγχώριας ζήτησης.