Σε αδιέξοδο ρευστότητας οι τράπεζες

Καλλιεργείται μια αντίληψη στο τραπεζικό σύστημα ότι, αν επιστρέψουν οι καταθέσεις, θα μειωθεί η εξάρτηση των τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ταυτόχρονα, θα έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν την οικονομία. 
Αυτή η προσέγγιση στη θεωρία είναι σωστή, αλλά στην πράξη είναι ανεδαφική. Από το σύστημα λείπουν 100 δισ. ευρώ, ο σκληρός πυρήνας είναι 70 δισ. και τα υπόλοιπα 30 δισ. αφορούν κάλυψη πάσης φύσεως επενδύσεων και ανάπτυξη. 

Τα 70 δισ. ευρώ είναι το χάσμα δανείων (255 δισ.) με καταθέσεις (186 δισ.) και τα υπόλοιπα 30 δισ. ευρώ χρειάζονται για νέα δάνεια και ανάπτυξη εντός και εκτός Ελλάδας. Άρα, λείπουν 100 δισ. ευρώ, τα οποία εκ των πραγμάτων, λόγω της συρρίκνωσης της οικονομίας, θα μειωθούν μεσοπρόθεσμα. 

Το βασικό δομικό πρόβλημα του συστήματος είναι ότι έχει απολέσει περί τα 50-51 δισ. ευρώ καταθέσεων σε διάστημα 20-21 μηνών. Αρχές του 2010, οι καταθέσεις στην Ελλάδα ήταν 237,7 δισ. ευρώ και τον Ιούλιο, μειώθηκαν στα 186 δισ. ευρώ, σύμφωνα με πληροφορίες (επίσημα στοιχεία Ιουνίου 188,179 δισ.), ενώ τον Αύγουστο σημειώθηκε αύξηση, σύμφωνα πάντα με πληροφορίες, στα 187,3 δισ. ευρώ.

Όμως, το κομβικό σημείο είναι ότι οι τράπεζες έχασαν μεν 50 δισ. καταθέσεων, αλλά έχουν δανειστεί από την ΕΚΤ 103 δισ. ευρώ ρευστότητας, με βάση τα επίσημα στοιχεία του Ιουνίου και 105 δισ., με βάση πληροφορίες για τον Ιούλιο. 

Δηλαδή, αφαιρώντας από τα 105 δισ. ευρώ τα 50 δισ. των καταθέσεων, προκύπτει ότι απομένουν άλλα 55 δισ. ευρώ ρευστότητας που έχουν δανειστεί οι τράπεζες. 

Ουσιαστικά αυτά τα 55 δισ. ευρώ, οι τράπεζες αν δεν τα αντλούσαν υποχρεωτικά αυτή την περίοδο από την ΕΚΤ, θα τα αναζητούσαν από τις αγορές. Στις αγορές, όμως, δεν μπορούν να καταφύγουν λόγω της κατάστασης της οικονομίας, άρα 105 δισ. έχουν αντληθεί μόνο από μια πηγή, από την ΕΚΤ. 

Άρα το τραπεζικό σύστημα είχε τρεις πυλώνες άντλησης ρευστότητας στο παρελθόν: 

1) Τις καταθέσεις που αυξάνονταν εντυπωσιακά, ειδικά το 2008.

2) Τις πάσης φύσεως εκδόσεις των τραπεζών, που σε ετήσια βάση προσέγγιζαν τα 20-25 δισ. ευρώ.

3) Την ΕΚΤ, από την οποία αντλούσαν προ της κρίσεως περιόδους 8-15 δισ. ευρώ ετησίως.

Τα ζητούμενα είναι δύο πως η ρευστότητα: θα αυξηθεί και η εξάρτηση από την ΕΚΤ θα μειωθεί δραστικά.

Οι τράπεζες ποντάρουν ότι θα κερδίσουν πίσω τα 50 δισ. ευρώ, που έχασαν στον τομέα των καταθέσεων. Όμως, κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται, αφού από τα 50 δισ. ευρώ, τα 22 δισ. ήταν κεφάλαια που κατευθύνθηκαν στο εξωτερικό και δύσκολα θα επαναπατριστούν, αν δεν ξεκαθαρίσει η πορεία της χώρας και τα 28 δισ. δαπανήθηκαν στο εσωτερικό, άρα επίσης δεν μπορούν να επιστρέψουν. 

Θα πρέπει, λοιπόν, να παραχθεί νέος κοινωνικός πλούτος, δηλαδή να αυξηθεί το ΑΕΠ, άρα να προκύψουν νέες καταθέσεις. 

Σε αυτή την φάση αυτό είναι αδύνατο. Όσο η ύφεση πλήττει τον κοινωνικό ιστό, δεν μπορεί να υπάρξει αποταμίευση. 

Όσον αφορά το δανεισμό από τις αγορές και αυτός δεν είναι εφικτός υπό την παρούσα οικονομική συγκυρία. Εξάλλου, και η ευρωπαϊκή διατραπεζική έχει προβλήματα.

Άρα, οι τράπεζες όσο και να προσπαθήσουν, αν η οικονομία δεν περάσει σε αναπτυξιακή τροχιά, καμία προσπάθεια απεξάρτησης δεν θα είναι αποτελεσματική. Κανείς ξένος δεν θα εμπιστευτεί τις ελληνικές τράπεζες, αν η οικονομία δεν ανακάμψει. Πρόσκαιρα οφέλη από διάφορες κινήσεις μπορεί να υπάρξουν, αλλά όχι αλλαγή τάσης.