Το τέλος των golden boys


Οι τραπεζίτες της Wall Street και του λονδρέζικου City δεν πίστευαν ότι θα ζούσαν για να δουν μια τέτοια μέρα.
Για χρόνια, ο κόσμος πάσχιζε να ρίξει έστω μια κλεφτή ματιά μέσα στις πολυτελείς επαύλεις τους στον Κονέκτικατ και στα επιβλητικά γραφεία τους στο Canary Wharf. Ένας τραπεζίτης προκαλούσε μεγαλύτερο θαυμασμό από έναν χειρούργο ή τον πιο λαμπρό επιστήμονα.
Ακόμα και ο πιο junior investment banker της Goldman Sachs πίστευε ότι ήταν ο «άρχοντας του σύμπαντος», όπως για χρόνια αποκαλούνταν οι πιο επιτυχημένοι και ισχυροί του κλάδου.
Όμως σήμερα, οι τραπεζίτες βρίσκονται, στις συνειδήσεις μερίδας του κόσμου και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, πλάι-πλάι με τους κοινούς εγκληματίες.
Η Βρετανία πήρε πίσω τον τίτλο του ιππότη που είχε απονείμει στον πρώην επικεφαλής της ντροπιασμένης Royal Bank of Scotland, Φρεντ Γκούντγουιν. Πρόκειται για μια «τιμή» την οποία οι Βρετανοί επιφύλασσαν έως τώρα μόνο σε τυράννους, δικτάτορες και διπλούς πράκτορες που πρόδωσαν την πατρίδα. Και όμως, καμιά ταπείνωση δεν πονά τους τραπεζίτες όσο το τελευταίο χτύπημα στο πιο ευαίσθητο σημείο τους: Στα μπόνους τους. Κανείς τους δεν πίστευε ότι θα ερχόταν μια μέρα που οι τράπεζες θα ζητούσαν πίσω τα εκατομμύρια των αμοιβών που απλόχερα τους μοίρασαν. Το τέλος των golden boys δεν είναι πια μακριά.

Για όσους δουλεύουν στη Wall Street και στο City, τα μπόνους είναι τόσο αναγκαία, αλλά και αυτονόητα, όσο ο αέρας που αναπνέουν. Την εποχή των μπόνους, δηλαδή τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο κάθε χρονιάς, όταν οι τραπεζίτες ζουν τα δικά τους… Χριστούγεννα, στα πηγαδάκια τους δεν ακούγεται κανένα άλλο θέμα συζήτησης. «Τα μπόνους των τραπεζιτών είναι σαν την επιμήκυνση του πέους. Ο καθένας θέλει να πει ‘το δικό μου είναι μεγαλύτερο από το δικό σου’», έχει δηλώσει ο Κεν Λιβινγκστόουν, πρώην δήμαρχος του Λονδίνου.
Εύλογα, το ζήτημα των μπόνους, είναι πολύ ευαίσθητο για τους τραπεζίτες. Κανείς τους δεν πίστευε ότι μια μέρα, κάποιος θα έβαζε χέρι σε αυτά. Ο κλάδος του finance είχε συνηθίσει πλέον την κριτική των κυβερνήσεων και τη ρητορική τους κατά της κουλτούρας της απληστίας. Στο τέλος της μέρας, όμως, οι αρχές και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού δεν τολμούσαν να αγγίξουν τις υπέρογκες αμοιβές, αφού αυτές κρατούσαν ευχαριστημένους τους κολοσσούς του τραπεζικού κλάδου (που πληρώνουν δισεκατομμύρια σε φόρους και απασχολούν εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου) και χρηματοδοτούν ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας: Από τα καταστήματα λιανικής και τις αντιπροσωπείες των πανάκριβων αυτοκινήτων έως την αγορά ακινήτων.
Για πρώτη φορά, οι τραπεζίτες νιώθουν τον κλοιό να στενεύει γύρω τους, και βλέπουν τα μπόνους τους να συρρικνώνονται. Έως και να εξαφανίζονται. Δεν θα επιτραπεί ποτέ ξανά στις τράπεζες να παίξουν τεράστια στοιχήματα και να μοιράσουν υπέρογκα μπόνους με τα λεφτά των άλλων, είπε ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα κατά τη σημαντική ομιλία του για την Κατάσταση του Έθνους. Στη δίκη κατά του καπιταλισμού, η κουλτούρα των μπόνους είναι κατηγορούμενη ως συνεργός σε εγκλήματα σε βάρος της παγκόσμιας οικονομίας, γράφουν οι Financial Times. Τα μπόνους του λονδρέζικου City διέβρωσαν τη βρετανική οικονομία και κοινωνία, προσθέτει ο Εντ Μίλιμπαντ, ηγέτης των Εργατικών. «Οι εξαιρετικές αμοιβές για εξαιρετικές επιδόσεις σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να δίνονται μπόνους εκατ. στερλινών σε ανθρώπους που απλά κάνουν τη δουλειά τους», εξηγεί. Το επιχείρημά τους είναι απλό: Για να πάρουν μεγαλύτερα μπόνους, οι τραπεζίτες αναλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερα ρίσκα. Ουσιαστικά, ο δικός τους πλουτισμός γίνεται σε βάρος της σταθερότητας της τράπεζας στην οποία δουλεύουν αλλά και του παγκόσμιου συστήματος.
Ο θεσμός των μπόνους τρίζει, και αυτή τη φορά, ακόμα και οι ίδιοι οι τραπεζίτες αναγνωρίζουν ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. «Οι αμοιβές έχουν υπάρξει υπερβολικά υψηλές για πολύ καιρό. Τα τελευταία δέκα χρόνια, ενώ οι μέτοχοι έχαναν, οι υπάλληλοι κέρδιζαν», παραδέχεται ο σερ Φίλιπ Χάμπτον, πρόεδρος της Royal Bank of Scotland (αυτός κρατά ακόμα τον τίτλο του ιππότη).
Οι Αμερικανοί, ως συνήθως, τολμούν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους. Ο επικεφαλής της Morgan Stanley, Τζέιμς Γκόρμαν, είπε πως όσοι δεν καταλαβαίνουν τη μείωση των αμοιβών, θα πρέπει να έρθουν σε επαφή με την πραγματικότητα. «Είστε αφελείς. Πρώτα από όλα, διαβάστε τις εφημερίδες. Δεύτερον, εάν θεωρείτε ότι οι αμοιβές ενός χρόνου καθορίζουν τα συνολικά επίπεδα ευτυχίας σας, έχετε ένα πρόβλημα που δεν περιορίζεται στα ζητήματα της δουλειάς. Και τρίτον: Εάν είστε δυστυχισμένοι, απλά φύγετε. Θέλω να πω, η ζωή είναι πολύ σύντομη».
Ο Γκόρμαν απευθυνόταν, κατά πάσα πιθανότητα, στους τραπεζίτες της Morgan Stanley, οι οποίοι είδαν φέτος τις αμοιβές τους να μειώνονται κατά 30%, κατά μέσο όρο. Όμως, δεν ήταν οι μόνοι. Αντίστοιχες μειώσεις έγιναν στη Citigroup, την Goldman Sachs, την Credit Suisse και τη Bank of America. Τα συνολικά μπόνους στο City προβλέπονται φέτος μειωμένα κατά 38%, ενώ στη Wall Street, οι μειώσεις φτάνουν σε κάποιες περιπτώσεις έως και στο 70%.
Αυτό, όμως, που πραγματικά σοκάρει τον κλάδο, είναι η απαίτηση κάποιων τραπεζών για την επιστροφή των μπόνους από τους υπαλλήλους που δεν τα αξίζουν πραγματικά. Για πρώτη φορά, οι τράπεζες ενεργοποιούν έναν όρο που όλοι είχαν ξεχάσει και απαιτούν από τους investment bankers να επιστρέψουν τα μπόνους που πήραν, εάν η μονάδα για την οποία δουλεύουν υπήρξε την τελευταία χρονιά ζημιογόνος. Τέτοια «ραβασάκια», με τα οποία τους ζητείται η επιστροφή έως και του 50% των μπόνους, έλαβαν ήδη κάποιοι τραπεζίτες της UBS. Goldman Sachs και Morgan Stanley προτίθενται, επίσης, να ζητήσουν πίσω τα μπόνους από τους υπαλλήλους που με τις πράξεις τους, εξέθεσαν τις τράπεζες σε οικονομικό ή νομικό ρίσκο.
«Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο τα τελευταία 15 χρόνια. Όσοι δουλεύουν στο investment banking έχουν σοκαριστεί από τις μειώσεις στις αμοιβές τους. Όμως, τις περισσότερες φορές, δεν έχουν κάπου καλύτερα να πάνε», δηλώνει στο Bloomberg ο Τζέισον Κένεντι, διευθύνων σύμβουλος της λονδρέζικης εταιρείας ευρέσεως εργασίας Kennedy Group. Οι ημέρες της δόξας των golden boys δείχνουν να τελειώνουν.
 Της Κορίνας Σαμάρκου