Έκτος από πολιτικούς, υπαλλήλους, συνδικάτα είχαμε και τους επιχειρηματίες που μας άξιζαν


Τα πρόσωπα απαστράπτοντα, τα σπίτια χολιγουντιανά, τα ρούχα καλοσιδερωµένα, τα πούρα Αβάνας, οι γιορτές χλιδάτες, όλος ο καλός κόσµος εκεί, µια ωραία ατµόσφαιρα αναδιδόταν σε εκείνες τις καλές ηµέρες. Το αφήγηµα επίσης ελκυστικό: «Η επιχείρηση παραδοσιακή, του µπαµπά, που την ανέλαβε ο καλοσπουδαγµένος σε σπουδαία αµερικανικά και ευρωπαϊκά πανεπιστήµια γιος και την πήγε µίλια µπροστά επειδή ήξερε τα χρηµατοοικονοµικά και συνέλαβε τη µεγάλη ιδέα της άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές του κόσµου». «Το παιδί είναι αχτύπητο, έβαλε την επιχείρηση στο Χρηµατιστήριο, τη µεγάλωσε, µπήκε στο φάρµακο, πήρε συµβούλους γερµανούς τραπεζίτες, την πούλησε µετά στους Αµερικανούς, κατόπιν απέκτησε τράπεζα, έχτισε σχέσεις σπουδαίες, παίζει στα δάχτυλα την πολιτική, µπήκε και στα µίντια, έχει φίλους παντού, τον ακούνε όλοι, από τον πρωθυπουργό µέχρι τους ηγέτες της Αριστεράς, δίνει από κάτι σε όλους, είναι γίγαντας σου λέω» αφηγούνταν µε θαυµασµό οι συνεργάτες του στις µέρες της ευωχίας και δήλωναν µε µεγάλο ενθουσιασµό πως «είναι ο καλύτερος επιχειρηµατίας της δεκαετίας».

Μέχρι που έσκασε η φούσκα και το λούστρο χάθηκε. Το παιδί-θαύµα και η µεγάλη παρέα που τον συνόδευε δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα τσούρµο κοινών απατεώνων, οι οποίοι έκλεβαν µε µοντέρνο και εκλεπτυσµένο τρόπο τις καταθέσεις των απλών ανθρώπων. «Φούσκωναν» τις επιχειρήσεις, µετά τις έσπαζαν σε µικρότερες και τις πουλούσαν σε φίλους και γνωστούς µε δάνεια της τράπεζας που είχε αποκτήσει το παιδί-θαύµα. Κάπως έτσι τα λεφτά των καταθετών έµπαιναν στην τσέπη του επιχειρηµατία τραπεζίτη, ο οποίος για να απενοχοποιηθεί µοίραζε δάνεια και χορηγίες σε άλλους τραπεζίτες, σε φίλους του επιχειρηµατίες και, όπως προκύπτει, σε κόµµατα και σε πρόσωπα, για προστασία προφανώς ή για να τους έχει στο χέρι στην περίπτωση που τα πράγµατα δεν πάνε κατ’ ευχήν, όπως τώρα. Ολος αυτός ο εσµός της λούµπεν ελληνικής νεοπλουτίστικης τάξης αποκαλύπτεται τώρα, φανερώνοντας ένα έγκληµα χωρίς τιµωρία και βεβαίως τις πολλές ευθύνες τόσο των εποπτικών αρχών όσο και της πολιτικής.

Το δυστύχηµα είναι ότι ούτε και τώρα αποδίδεται δικαιοσύνη. Την ώρα που οι πολίτες υφίστανται τα πάνδεινα και αγωνιούν για την επόµενη µέρα, αυτοί οι «λεβέντες» συνεχίζουν να απολαµβάνουν ατιµώρητοι τα αγαθά της απίστευτης λεηλασίας. Οµως έτσι τίποτε δεν µπορεί να γίνει. Η χώρα θα πέφτει και θα πέφτει, µέχρι να χαθεί. Η κυβέρνηση, η Τράπεζα της Ελλάδος οφείλουν να κινηθούν χωρίς χρονοτριβή.
 
vima